ακαταληπτώ

ακαταληπτώ
ἀκαταληπτῶ (-έω) (Α) [ἀκατάληπτος]
δεν καταλαβαίνω, δεν εννοώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκαταληπτῶ — ἀκαταληπτέω not to understand pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀκαταληπτέω not to understand pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλήπτῳ — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • недостижимыи — (4*) пр. Непостижимый, непонятный: егда бо на горнюю глубину ѹ(м)мъ възрить. не имы кде стати и опретисѧ. ѡ б҃жьихъ мечтѣ(х). да ѥже сдѣ недовѣдимо и недостижимо. безначално прозва. (τὸ... ἀνέκβατоν) ГБ XIV, 6в; ˫ако бо ти трие [три ипостаси… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ακατάληπτος — η, ο (Α ἀκατάληπτος, ον) εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος αρχ. 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τόν κυριέψει 2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τόν πλησιάσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”